- πολύβοσκος
- -ον, Α1. αυτός που παρέχει πολλή βοσκή2. αυτός που παρέχει βοσκή σε πολλούς3. αυτός στον οποίο βόσκουν πολλοί, αυτός που τρέφει πολλούς («πολύβοσκος γαῖα», Πίνδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -βοσκος (< βοσκός), πρβλ. κραιπαλό-βοσκος].
Dictionary of Greek. 2013.